- ορθορομβικός
- -ή, -ό1. (για κρυσταλλικό σύστημα) αυτός που η τυπική μορφή του είναι ορθό πρίσμα και η βάση του είναι ρόμβος2. φρ. «ορθορομβικό πρίσμα» — ορθό πρίσμα τού οποίου η βάση είναι ρόμβος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. οrthorhombic < ορθ(ο)-* + ρόμβος].
Dictionary of Greek. 2013.