ορθορομβικός

ορθορομβικός
-ή, -ό
1. (για κρυσταλλικό σύστημα) αυτός που η τυπική μορφή του είναι ορθό πρίσμα και η βάση του είναι ρόμβος
2. φρ. «ορθορομβικό πρίσμα» — ορθό πρίσμα τού οποίου η βάση είναι ρόμβος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. οrthorhombic < ορθ(ο)-* + ρόμβος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μαγγανίτης — Ορυκτό υδροξείδιο του μαγγανίου με χημικό τύπο MnΟ (OH). Κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα (αν και φαίνεται ότι είναι ορθορομβικός), είναι εύθραυστος και οι κρύσταλλοί του είναι πρισματικοί ψευδοορθορομβικοί με υπομεταλλική στιλπνότητα. Ο μ.… …   Dictionary of Greek

  • ορθ(ο)- — (I) (ΑΜ ορθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ορθός και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού όρθιου, τού ίσιου, τού ευθέος, τού κάθετου (πρβλ. ορθο κέρατος, ορθο τενής, ορθό τριχος, ορθο χαίτης) ή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”